Συμπτώματα και τρόποι πρόληψης
Ο κοκκύτης είναι μια οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, οφείλεται στον αιμόφιλο του κοκκύτη (Bordetella pertussis) και έχει υψηλή μεταδοτικότητα. Η μετάδοση από άτομα σε άτομα γίνεται αερογενώς με σταγονίδια ή με άμεση επαφή με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα νοσούντων ατόμων. Ο κοκκύτης μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο σε άτομα όλων των ηλικιών, αλλά τα βρέφη διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσου και θανάτου.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται 7 έως 10 ημέρες μετά την έκθεση στον ιό και περιλαμβάνουν κυρίως χαμηλό πυρετό, καταρροή, ρινική συμφόρηση και βήχα διάρκειας τουλάχιστον δύο εβδομάδων που συνδυάζεται με τουλάχιστον ένα από τα εξής: παροξυσμικό βήχα, οξύ εισπνευστικό σιγμό ή έμετο που ακολουθεί το βήχα, χωρίς άλλη προφανή αιτία.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΕΟΔΥ, τους τελευταίους μήνες καταγράφεται και στη χώρα μας αύξηση των κρουσμάτων κοκκύτη. Οι επικαιροποιημένες συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών επισημαίνει τον έλεγχο πλήρους εμβολιασμού της οικογένειας έναντι του κοκκύτη με τις απαιτούμενες δόσεις του εμβολίου για την ηλικία των μελών της (εμβόλιο DTap (διφθερίτιδα-τέτανος-κοκκύτης)- παιδιά <7 ετών, εμβόλιο Tdap – παιδιά >7 ετών, έφηβοι και ενήλικες). Οι έφηβοι και ενήλικες πρέπει να εμβολιάζονται με την αναμνηστική δόση Td ή TdaP για τον κοκκύτη ανά δεκαετία.
Συγκεκριμένα οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να εμβολιάζονται σε κάθε κύηση με μια δόση εμβολίου Tdap ή Tdap-IPV, κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης, ανεξάρτητα από το μεσοδιάστημα που μεσολάβησε από προηγούμενο εμβολιασμό με Td/TdaP.
Επίσης με τα ίδια εμβόλια μπορούν να εμβολιαστούν και οι λεχωῒδες που δεν εμβολιάστηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα μέλη οικογένειας που δεν είναι πλήρως εμβολιασμένα για τον κοκκύτη θα πρέπει να εμβολιάζονται τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν την επαφή με νεογνά και βρέφη.
Οι ανωτέρω συστάσεις έχουν δοθεί από την Εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας